- σμήκτης
- ὁ, Α [σμήχω]αυτός που καθαρίζει με τριβή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμηκτικός — ή, ό / σμηκτικός, ή, όν, ΝΑ [σμήκτης] 1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη 2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.) νεοελλ. φρ. α) «σμηκτική κατάσταση» φυσ. χημ.… … Dictionary of Greek